- ἀποπίεσις
- ἀπο-πίεσις [pron. full] [πῐ], εως, ἡ,A squeezing or wringing out, Thphr.Ign.11, cf. Archig. ap. Gal.8.110.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποπιέσει — ἀποπίεσις squeezing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποπιέσεϊ , ἀποπίεσις squeezing fem dat sg (epic) ἀποπίεσις squeezing fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπίεσιν — ἀποπίεσις squeezing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποπίεση — η (Α ἀποπίεσις) νεοελλ. αρχ. στείψιμο … Dictionary of Greek